- ὑβρίσας
- ὑ̱βρίσᾱς , ὑβρίζωwax wantonaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὕβρισας — ὕ̱βρισας , ὑβρίζω wax wanton aor ind act 2nd sg ὕ̱βρισας , ὑβρίζω wax wanton aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανύβριστος — ἀνύβριστος, ον (AM) αυτός που δεν υβρίζεται ή δεν πρέπει να υβρίζεται («ἀνύβριστος τελευτή», Πλουτ. «...ἐμίανας τὰ ἱερὰ τοῡ ναοῡ σκεύη καὶ ὕβρισας τὰ ἀνύβριστα», Μανασσής) αρχ. όποιος δεν είναι υβριστικός … Dictionary of Greek